- οἰέτης
- οἰέτηςmasc/fem acc pl (attic epic doric)οἰέτηςmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)οἰέτηςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιέτης — οἰέτης, ες (Α) (ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετής («οἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀFετης < ὀ * (Ι) + έτης < ἔτος (πρβλ. ομο έτης), με μετρική έκταση τού ο σε οι . Τύπος με ο μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ … Dictionary of Greek
οἰέτεας — οἰέτης masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰέτεος — οἰέτης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… … Dictionary of Greek
οέτεας — ὀέτεας (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους βαρβάρους) «ὁ καλλίθριξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιέτης] … Dictionary of Greek
οιέτεας — οἰέτεας (Α) αιτ. πληθ. αντί οέτεας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιέτης] … Dictionary of Greek